- φιλίωμα
- φίλιωμα τό примирение
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
φίλιωμα — και φιλίωμα, το, Ν [φιλιώνω] συμφιλίωση … Dictionary of Greek
φίλιωμα — το, ατος συμφιλίωση, συνδιαλλαγή, αποκατάσταση φιλικών σχέσεων: Είχαν χρόνια να μιλήσουν, αλλά μετά το φίλιωμά τους είναι πάντα μαζί … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)